- σκαμπανεβάζω
- σκαμπανεβάζω βλ. πίν. 35
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σκαμπανεβάζω — Ν 1. (αμτβ.) (για πλοίο) ταλαντεύομαι κλίνοντας μια προς τα εμπρός και μια προς τα πίσω, προνεύω, προνευστάζω 2. μτφ. παρουσιάζω εξάρσεις και καταπτώσεις, έχω σκαμπανεβάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τού ρ. ανεβάζω με το ιταλ … Dictionary of Greek
σκαμπανεβάζω — σκαμπανέβασα, κλυδωνίζομαι, πάω μια πάνω μια κάτω: Η τρικυμία έκανε το πλοίο να σκαμπανεβάζει επικίνδυνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαμπανέβασμα — το, Ν [σκαμπανεβάζω] 1. ναυτ. ταλάντευση τού πλοίου κατά τον διαμήκη άξονά του, πρόνευση, προνευστασμός 2. μτφ. ανεβοκατέβασμα, αλληλοδιαδοχή εξάρσεων και καταπτώσεων, κλυδωνισμός, έλλειψη σταθερότητας («η επίδοσή του στα μαθήματα παρουσιάζει… … Dictionary of Greek